Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

χτύπος σε λευκό καμβά





ξεκινώντας με άρνηση: δεν καταλαβαίνω=(κανέναν, τίποτα, κάτι, ένα, όλα)άπειρο/πεπερασμένο2
στο τηλέφωνο: ανακαλύπτεται ο χώρος μέσα του να χωρέσει η φρίκη/προσπαθώ, και καθώς προσπαθώ όλο περισσότερο λίγο από αυτό καταφέρνω>τίποτα
στο δρόμο πάνω από τη βροχή με σταματάει ένας φίλος, είναι καπνός και παρά το κρύο που κάνει, χαϊδεύει την υγρασία και μου δίνει να φάω το αριστερό του χέρι, εκείνου δεν του χρειάζεται τώρα που διορίστηκε στο τμήμα διακίνησης οδηγών, λέει
στο γραφείο:ο τοίχος χαμογελάει σαν ηλίθιος με συνέπεια τον επιπόλαιο θυμό μου, καταριέμαι τα ανοιχτά διαστήματα και στο grid>undo=έχω έναν υπερχρονισμένο εσκιμώο που μιλάει με τη γάτα του γείτονα αλλά τελικά πεινάει σαν άγγελος μετά την προσευχή.
ερώτηση:απάντηση=περιττό>να κοιμηθείς σαν μωρό και να ξυπνήσεις θυμωμένος, σε αυτό τον κόσμο ζεις γαμημένο αρχίδι>θα σε σβήσω όπως με έγραψες και στο λεκέ που θα αφήσεις θα φτύσω.
κάνω όπως δεν κάνω, παράνοια όταν εκείνος που δεν είναι κιόλας κανένας ιδιαίτερα κάνει πως κάνει ότι κάνει πως είναι εκεί, σε αυτό το εκεί που είναι το δικό μου εδώ και αυτό με γεμίζει με ασύμφορο πόνο. Από πού να κρατηθώ, αναρωτιέμαι, κι είναι ήδη αργά για διαλογισμό, έξω νυχτώνει ενώ μέσα ήταν νύχτα πάντα, όμως εγώ δεν γνωρίζω τίποτα άλλο πέρα από αυτό που μου αφήνεις στο χέρι, δεν απαιτώ να μάθω τι κρύβεις στις τσέπες σου, ούτε να μοιράσεις τη σανίδα σου γιατί αυτό δεν υπάρχει, δεν μου ανήκει.
ξανά το κεφάλι στα πόδια, με βία τη βία, τα λευκά χαρτιά στον αέρα, και στο στόμα μόνο χώμα.