Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

Παίζοντας σκάκι με τον Duchamp



     Deep brown κοστούμι με thin εκρού κάθετες ρίγες συγκρατεί το χρόνο εντός του, στις ραμμένες τσέπες τα ακρωτηριασμένα δάχτυλα ενός ολισθηρού σχεδιάσματος για την επιβλαβή αντιμετώπιση του καθωσπρέπει χιούμορ. Ο Marcel Duchamp κοιτάζεται στον καθρέφτη.

Από το σφιχτό, φτιαγμένο από καθαρή ειρωνία, κάδρο η με βία διασπώμενη αναρχική καρέκλα της αναρρίχησης απαιτεί από το επουσιώδες φόντο την ανατροπή τού σε πρώτο πλάνο αδιάφορου πωλητή σαρδόνιων χαμόγελων. Μετά από τέσσερα λεπτά καυτής σύμπτωσης ο ιβίσκος αποχαιρετά όλα τα πρωινά του κόσμου.

Ο Marcel Duchamp σε βιτρίνα με μήλα, ο καρπός στο γυμνό χέρι της άνοιξης, τα χείλη βουτηγμένα στο αίμα ενός πόθου που άναψε και έσβησε άφιλτρα μπλε τσιγάρα σε πρόσωπα ξεχασμένα -πάντα- πριν το πρωί. Στα παπούτσια που γλιστράνε στο χιόνι η αντανάκλαση του δρόμου που σπρώχνει την πόλη.

δόντια, χέρια, άδικο ποδήλατο, καταπίνει λαίμαργη συνεισφορά, η εξέλιξη των ειδών που κατέβηκαν απ' την καρέκλα... 

χέρια βουτηγμένα στους 90 βαθμούς για 3', το άρωμα του σκύλου που πασχίζει να θυμηθεί τη γραμμικότητα ενός αδέσποτου χρόνου, κουράγιο σε φιαλίδιο των 13ml, η όραση είναι TV με control σε αυνανιστική αναμονή...

διασχίζω ό,τι απέμεινε από μία ανάμνηση που μηρυκάζει το παρόν με παράφρονη οδοντοστοιχία, το στόμα μου μυρίζει καμένο λόγο σε γλώσσα που έλιωσε στο σύρμα  της αυτοανάλυσης, καταπίνω φωτιές και φτύνω αίμα σε λαξεμένη βολικότητα...

απόψε η ειρωνία είναι δέκα μέτρα μπροστά και πίσω της ακολουθούν η μητέρα και ο αέρας που στέγνωσε στα μάτια μου. Να θυμηθώ να κλείσω το θερμοσίφωνα καθώς βουλιάζω στην ακινησία της ευρηματικής σιωπής του 1Χ1 παράφορου ενθουσιασμού. Είμαι αόρατος σήμερα όπως και χθες αλλά περισσότερο αύριο. Αύριο, θα γαμήσω ένα δέντρο με πράσινα χαμόγελα και θα χαράξω στον κορμό του μία παύση. Αύριο.

Κλαυσίγελος.

ισχυρός φόβος εκκένωσης του επάνω ορόφου, μοιάζει με πόνο στο ποτήρι που κατέβασες από το πρωινό ντουλάπι να σε συναντήσει το βράδυ. Κυριολεξία δέρνει τους τοίχους, η γάτα είναι το μαλθακό ζώο που δεν θα σηκώσει το τηλέφωνο, καρφώνω στο πάτωμα τις μπότες της εξόδου, κοιμάμαι όρθιος, ένας τηλεφωνικός θάλαμος του '80, ακούω noir desir.

ο συρμός των πνευστών με καταδιώκει, στρίβω σε έναν οικείο διάδρομο, η αλαζονεία είναι η υφέρπουσα ευγένεια της επιστρεφόμενης αντανάκλασης του ατμού της προσπάθειας να μάθεις το απέναντι σώμα την εποχή της αναπαραγωγής. Κρύβω τα μάτια μου, σπατάλη ενέργειας, να επιμένεις να κρατηθείς από τον ίσκιο σου ενώ βουλιάζεις στην απόλυτη έλλειψη επιθυμίας, στο βαθύ άδειο τού δεν γουστάρω.

άνοδος της θερμοκρασίας μπροστά από το σημείο που βρίσκεται ό,τι αναφέρεται ως συνείδηση, τρίβω τα βλέφαρα τριών πραγματοποιήσιμων επιθυμιών, είμαι εγώ που δεν κάνω για σπίτι αλλά διακρίνομαι στις απότομες καμπές και τις ανωφέρειες δίχως τέλος, ο ιδανικός εντολοδόχος της αδράνειας και της κατεστημένης άρχουσας τάξης, ο απών στο τραπέζι του σκάκι.

καταδιώκοντας το καρότο της διαιώνισης στο σύντομο ταξίδι -κοινοτοπία- της ύπαρξης, αρνούμαι να ακούσω τον άλλο που χωρίς τα μάτια μου επάνω του λανσάρει την ιδέα της τηλεπάθειας ως πανάκεια για την αντιμετώπιση της μοναξιάς και λοιπές μετά-παρά-φυσικές μεθόδους για την αποκαθήλωση του χειμώνα.

Κούραση από το falloff του φωτός στην αλληλουχία παραθύρων που φέρνουν το άρωμα σου.

δεν έχω θυμηθεί ποτέ κάτι που έχω ξεχάσει οπότε παραμένοντας συνεπής στην παραπάνω αρχή θα υπαναχωρήσω όπως το πρωινό φως από την πτώση στο πίσω κάθισμα του ταξί της επιστροφής.